διακενος

διακενος
    διάκενος
    διά-κενος
    2
    1) досл. пустой, перен. тощий, худой
    

(ἕξεις Plut.)

    2) тонкий
    

(κίονες Plut.)

    3) перен. призрачный
    

(δύναμις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διακενος" в других словарях:

  • διάκενος — empty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο …   Dictionary of Greek

  • διάκενος — η, ο 1. αυτός που έχει σχετικά μικρά, κενά ενδιάμεσα διαστήματα. 2. το ουδ. ως ουσ., διάκενο το σχετικά μικρό, ενδιάμεσο κενό διάστημα: Τα διάκενα ανάμεσα στα τούβλα γεμίζονται με τσιμέντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακένως — διάκενος empty adverbial διάκενος empty masc/fem acc pl (doric) διακενόω empty outright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενον — διάκενος empty masc/fem acc sg διάκενος empty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένοις — διάκενος empty masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένου — διάκενος empty masc/fem/neut gen sg διακενόω empty outright pres imperat act 2nd sg διακενόω empty outright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένους — διάκενος empty masc/fem acc pl διακενόω empty outright imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένων — διάκενος empty masc/fem/neut gen pl διακενόω empty outright imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διακενόω empty outright imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένῳ — διάκενος empty masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενα — διάκενος empty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»